- αναδιφώ
- (-άω) (Α ἀναδιφῶ)νεοελλ.1. ερευνώ προσεκτικά αρχεία ή έγγραφα2. μελετώ, εξετάζω επισταμένωςαρχ.αναζητώ ψηλαφίζοντας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + διφῶ «αναζητώ, ψάχνω».ΠΑΡ. νεοελλ. αναδίφης, αναδίφηση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναδιφώ — αναδιφώ, αναδίφησα βλ. πίν. 60 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναδιφώ — ησα, ερευνώ, γυρεύω, ψάχνω: Αναδίφησα ένα ολόκληρο αρχείο για να βρω αυτό το έγγραφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδίφης — και αναδιφητής, ο 1. αυτός που ασχολείται, που καταγίνεται με την αναδίφηση* 2. αυτός που έκανε αναδίφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιφώ. Η λ. αναδίφης μαρτυρείται από το 1885 στον γιατρό Σπυρίδωνα Μαυρογένη, ενώ ο παράλληλος τ. αναδιφητής από το 1878… … Dictionary of Greek
αναδίφηση — η 1. λεπτομερειακή και προσεκτική έρευνα αρχείων, εγγράφων εντύπων κ. ά 2. απλώς αναζήτηση, έρευνα, μελέτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον λεξικογράφο και ιστορικό Σκαρλάτο Βυζάντιο] … Dictionary of Greek